οπλοθήκη

οπλοθήκη
Τόπος όπου φυλάσσονται τα όπλα των στρατιωτικών μονάδων ή συλλογές όπλων και πανοπλιών. Ο. ονομάζονται και τα μουσεία όπου φυλάσσονται παλιά όπλα και πανοπλίες. Η πλουσιότερη από τις συλλογές αυτές είναι ίσως της Μαδρίτης όπου, μεταξύ των άλλων, βρίσκεται η πανοπλία του μαύρου βασιλιά Μποαμπντίλ, τελευταίου βασιλιά της Γρανάδας, του Καρόλου E’, ασπίδες του Καρόλου E’, σκαλισμένες από τον μεγάλο γλύπτη Μπενβενούτο Τσελίνι, και τα σπαθιά του Φερνάνδου Κορτές, κατακτητή του Μεξικού και του βασιλιά Φερδινάνδου του Καθολικού. Μία από τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές συλλογές όπλων βρίσκεται επίσης στον Πύργο του Λονδίνου. Μεγάλες ο. υπάρχουν ακόμα στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Λένινγκραντ, στη Δρέσδη, στο Τορίνο και στη Φλωρεντία. Η οπλοθήκη του Πύργου του Λονδίνου είναι μια από τις πλουσιότερες του κόσμου.
* * *
η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλοθήκη — armoury fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοθήκῃ — ὁπλοθήκη armoury fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλοθήκη — η 1. αποθήκη όπλων. 2. έπιπλο με ειδικά κατασκευασμένες θέσεις για την τοποθέτηση όπλων, συνήθ. κειμηλίων. 3. θήκη του περιστρόφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλοθηκῶν — ὁπλοθήκη armoury fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοθῆκαι — ὁπλοθήκη armoury fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοθήκαις — ὁπλοθήκη armoury fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοθήκην — ὁπλοθήκη armoury fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοθήκης — ὁπλοθήκη armoury fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”